- τάστα
- τα, Νμουσ. τα σταθερά ή κινητά χωρίσματα τού βραχίονα τών λαουτοειδών οργάνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… … Dictionary of Greek
μπαλαλάικα — Χαρακτηριστικό έγχορδο όργανο, αρκετά διαδεδομένο στις ανατολικές χώρες, που παίζεται –όπως το μαντολίνο– με πένα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται μεταξύ 2 και 7, ενώ αντίθετα αμετάβλητη παραμένει η τυπική τριγωνική μορφή του ηχείου. Στη λαβή της … Dictionary of Greek
σαν-χσιεν — το, Ν μουσ. οικογένεια κινεζικών λαουτοειδών οργάνων με μακρύ βραχίονα χωρίς τάστα, με τρεις χορδές, τετράγωνο ηχείο και κεκλιμένη προς τα πίσω κεφαλή που φέρει τρία κλειδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. san hsien] … Dictionary of Greek
ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… … Dictionary of Greek
ταμπούρ — το, Ν μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα με τάστα και δύο ώς δέκα διπλά ζεύγη μεταλλικών χορδών στερεωμένων με εμπρόσθια και πλάγια κλειδιά για το κούρδισμα, το οποίο χρησιμοποιείται με διάφορες ονομασίες, από τα Βαλκάνια ώς τη… … Dictionary of Greek
ταμπούρα — η, Ν μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα χωρίς τάστα, που έχει συνήθως τέσσερεις μεταλλικές χορδές και το οποίο εξασφαλίζει την ισοκρατηματική συνοδεία στην ινδική μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamboura < περσ. tambūra] … Dictionary of Greek
ταστιέρα — η, Ν μουσ. ο βραχίονας οργάνου που φέρει τάστα … Dictionary of Greek
μαντόλα ή μαντούρα ή μανούρα — Έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια του μεσαιωνικού λαούτου και ήταν σε χρήση μέχρι περίπου τον 18ο αι. Έχει αχλαδόσχημο σώμα, ενώ το πλήρες μήκος του είναι 57,5 εκ., το πλάτος 17,5 και το βάθος 8,5 εκ. Διαθέτει τέσσερα ζευγάρια… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek